- λιβανοφόρος
- -ο (Α λιβανοφόρος, -ον)αυτός που παράγει λιβάνι («ἐν Ἀραβίᾳ τῇ λιβανοφόρῳ», Διοσκ.)αρχ.αυτός που καταβάλλει ως φόρο λιβάνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος + -φόρος (< φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιβανοφόρος — bearing frankincense masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβανοφόρον — λιβανοφόρος bearing frankincense masc/fem acc sg λιβανοφόρος bearing frankincense neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβανοφόρα — λιβανοφόρος bearing frankincense neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβανοφόρῳ — λιβανοφόρος bearing frankincense masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
THUS — ex Graeco θύον vel θύος, quod quamvis de quibuslibet odoribus in genere dicatur. κατ᾿ ἐξοχην` tamen, uti et vox θυμίαμα, Recentioribus tus notat, sicuti Incensum apud Latinos: Graece λίβανος, unde Λιβανοφόρος χὼρα, Thurifera regia, apud Arianum,… … Hofmann J. Lexicon universale
θυαφόρος — θυαφόρος, ὁ (Α) επιγρ. λιβανοφόρος, αυτός που φέρει θύα*, λιβανωτό για τη θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύα + φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, κανη φόρος] … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
ԿՆԴՐԿԱԲԵՐ — (ի, աց կամ ից.) NBH 1 1104 Chronological Sequence: 13c ա. λιβανοφόρος thurifer. Բերօղ կամ ուսուցիչ կնդրկաց. *Լերինք լիբանանու կնդրկտբերք. Վրդն. երգ. (զի եւ կնդրուկ ըստ յն. լիբանոս ասի) … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)